1945-1955: Επιρροές Από Τον Κυβισμό Και Τον Σουρεαλισμό και Γλυπτική
1947
Η έκθεσή του στον Παρνασσό, τον κατάλογο της οποίας προλογίζει ο Νεοκλής Κουτούζης, προκαλεί σκάνδαλο παρουσιάζοντας έργα με εμφανείς τις επιρροές από τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό.
Δημιουργεί τα πρώτα του τρισδιάστατα έργα: λευκά γλυπτά από σύρμα και γύψο.
1948
Συμμετέχει στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο Μέγαρο.
1949
Η συνάντησή του με τον Αλέκο Κοντόπουλο οδηγεί στη δημιουργία της ομάδας «Ακραίοι», που συγκεντρώνει γύρω τους, τους καλλιτέχνες Γιάννη Μαλτέζο, Δημήτρη Χυτήρη και Λάζαρο Λαμέρα.
Τον Νοέμβριο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ο Αιώνας μας το μανιφέστο της ομάδας, όπου κηρύσσεται η άρνηση του ρεαλισμού και των αναπαραστατικών τάσεων.
1950
Δημιουργεί τα πρώτα του θεατρικά σκηνικά για το Γάμος με το στανιό του Μολιέρου στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας.
1953
Συμμετέχει στη 2η Μπιενάλε του Σάο Πάολο.
1954
Παρουσιάζει στο ξενοδοχείο Κεντρικόν έργα των τελευταίων επτά χρόνων· η έκθεση γίνεται επίκεντρο σκληρής διαμάχης μεταξύ των οπαδών της «ελληνικότητας» και των υποστηρικτών της «μοντέρνας τέχνης».
Στις 30 Σεπτεμβρίου παντρεύεται τη γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, την οποία έχει γνωρίσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Τον Οκτώβριο οι δυο τους φτάνουν στο Παρίσι. Ο Γιάννης Γαΐτης με οικονομική βοήθεια από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, η Γαβριέλλα Σίμωσι με κρατική υποτροφία.
Η Σίμωσι παρακολουθεί τη διδασκαλία του Ossip Zadkine, σημαντικού γλύπτη της Σχολής του Παρισιού. Ο Γαΐτης μελετάει τα σύγχρονα ρεύματα, επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί.
Γράφει στην οικογένειά του: «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω».
Στρέφεται στην αφηρημένη τέχνη, επηρεασμένος από καλλιτέχνες όπως οι Jean Fautrier, Georges Mathieu, Hans Hartung, Pierre Soulages και Alfred Manessier. Ζωγραφίζει ασταμάτητα, επιδιώκοντας να αφομοιώσει και να υπερβεί τις νέες επιδράσεις που ανακαλύπτει στο Παρίσι.
Αργότερα, θα ομολογήσει: «Τη νύχτα ξανάφτιαχνα τους Soulages και τους Hartung που είχα δει στις γκαλερί, έπειτα τους έσχιζα, ίσως από πρόκληση, αλλά ίσως επίσης για να καταλάβω καλύτερα».